ταράτσα
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
η, Ν
1. επίπεδη στέγη στρωμένη με πλάκες, τσιμέντο ή με άλλο αδιαπέραστο από τη βροχή υλικό
2. περίκλειστος, εν μέρει, εξώστης σπιτιού, λιακωτό, δώμα
3. επίπεδη προεξοχή μιας υπερυψωμένης επιφάνειας που μοιάζει με πλατεία
4. φρ. «τήν έκανε ταράτσα»
μτφ. έφαγε πολύ και καλά, χόρτασε πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terrazza].