τηλέπλανος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλέπλᾰνος Medium diacritics: τηλέπλανος Low diacritics: τηλέπλανος Capitals: ΤΗΛΕΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: tēléplanos Transliteration B: tēleplanos Transliteration C: tileplanos Beta Code: thle/planos

English (LSJ)

ον,

   A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).

Greek (Liddell-Scott)

τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί-πλανος, πολύ-πλανος].