τοπείο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.———————— (II)
το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α
νεοελλ.
ναυτ. τα ξάρτια πλοίου
αρχ.
σχοινί, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].