λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(I)
το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. τοπίο.———————— (II)
το / τοπεῑον, ΝΑ, και ιων. τ. τοπήιον Α
νεοελλ.
ναυτ. τα ξάρτια πλοίου
αρχ.
σχοινί, παλαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τόπος, αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].