τουρλώνω

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

και τρουλώνω Ν τούρλα
1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό
2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμαγιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;»)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, -η, -ο
αυτός που προβάλλει, που προεξέχει σαν σφαίρα, φουσκωτός («τουρλωμένος πισινός»)
4. φρ. «τήν τούρλωσα»
(ενν. την κοιλιά) έφαγα πολύ και φούσκωσα, έφαγα χορταστικά.