καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
[Seite 1113] ἡ, = τιθήνη; Nonn. D. 12, 29; Antp. Sid. 45 (Plan. 296); λέοντος τιθ. Νεμέη, Archi. 24 (IX, 19).
ἡ, Α(ποιητ. τ.) βλ. τιθηνητήρ.