τρεμουλιάζω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
Ν τρεμούλα
1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, -η, -ο
τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος.