τσουχτερός
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο
2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο»)
3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. -ερός (πρβλ. καυτ-ερός)].