τσιγαροθήκη
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
και λόγιος τ. σιγαροθήκη, η, Ν
θήκη τσιγάρων, ταμπακιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + θήκη. Ο τ. σιγαροθήκη μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].