υπερτέρηση
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
η, Ν
υπεροχή απέναντι σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτερώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτέρησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Α. Ι. Κουλουριώτη].