ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Α σχίζω
1. σχίζω κάτι αποκάτω ή το σχίζω λίγο
2. παθ. ὑποσχίζομαι
(για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι
3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή
4. καταστρέφω έναν τόπο.