υποσχίζω

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

Α σχίζω
1. σχίζω κάτι αποκάτω ή το σχίζω λίγο
2. παθ. ὑποσχίζομαι
(για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι
3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή
4. καταστρέφω έναν τόπο.