Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
-η, -ο, Ν1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει2. φρ. «είναι φευγάτος»(με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -άτος (πρβλ. γεμ-άτος, χορτ-άτος)].