Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φευγάτος

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ήδη φύγει, που έχει αναχωρήσει ή που απουσιάζει
2. φρ. «είναι φευγάτος»
(με ειρωνική σημ.) ζει εκτός πραγματικότητας, ζει στον κόσμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -άτος (πρβλ. γεμ-άτος, χορτ-άτος)].