ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
ο, Νιατρ. (παλ. όρος) σπασμός του διαφράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπασμός.