φυλλεῖον

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλεῖον Medium diacritics: φυλλεῖον Low diacritics: φυλλείον Capitals: ΦΥΛΛΕΙΟΝ
Transliteration A: phylleîon Transliteration B: phylleion Transliteration C: fylleion Beta Code: fullei=on

English (LSJ)

τό, mostly in pl.,

   A green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, that were given into the bargain, Ar.Ach.469; φυλλεῖα ῥαφανίδων radish-tops, Id.Pl. 544 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Laubwerk, allerlei Blätter von Küchengewächsen, Grünzeug; bes. die Zugabe von Raute, Coriander, Münze, Petersilie u. ähnlichen würzhaften Kräutern, die man beim Einkauf der Gartengewächse bekam; Hesych.; ῥαφανίδων φυλλεῖα und ἰσχνὰ φυλλεῖα Ar. Plut. 544 Ach. 449, Schol. τὰ ἀπολεπίσματα τῶν λαχάνων.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλεῖον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «οἷον εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. φύλλιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α φύλλον
συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῑα
α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος
β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών
2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῑα» — τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.).