χαλκόλιθος

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόλῐθος Medium diacritics: χαλκόλιθος Low diacritics: χαλκόλιθος Capitals: ΧΑΛΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: chalkólithos Transliteration B: chalkolithos Transliteration C: chalkolithos Beta Code: xalko/liqos

English (LSJ)

ὁ,

   A copper ore, copper, Ps.-Democr.Alch.p.54B.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόλῐθος: -ον, λίθος περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.

Greek Monolingual

ο / χαλκόλιθος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης
2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε περαιτέρω επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων
μσν.
αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λίθος (πρβλ. χρυσό-λιθος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chalcolite].