αεριοστρόβιλος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

ο (Μηχανολ.)
θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια του καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως κινητήρια δύναμη (λειτουργούν μέσο) θερμό αέριο υπό πίεση. Το μηχανικό έργο αποδίδεται συνήθως μέσω ενός περιστρεφόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas turbine (αεριο-στρόβιλος)].