αθρόος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀθρόος, -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)
1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος
2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός
αρχ.
1. συνεχής, αδιάλειπτος
2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά
3. πολύς, πολυπληθής, άφθονος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθρόον, το άθροισμα, η συναγμένη δύναμη τών στρατιωτών
5. φρ. «ἀθρόα πόλις», οι πολίτες ως σύνολο
«ἀθρόῳ στόματι», με μια φωνή
6. επιρρ. ἀθρόως, γενικά
αρχ.-μσν.
(το ουδ. ως έπιρρ.) ἀθρόον α) διά μιας, ξαφνικά
β) καθ’ ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < - αθροιστ. (< sm- «σύν, ὁμοῦ») + θρο(Fos) από ΙΕ ρίζα dher- «κρατώ φέρω»
ἀθρόος θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι μαζί, από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. sadhriy -anc- «αθρόος, ενωμένος»)
βλ. και το ομόρριζο ἀθρῶ.
ΠΑΡ. ἀθροότης, ἀθροίζω.