ασπρίλα
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
η
1. η ασπράδα, η λευκότητα
2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού
3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) -ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)].