ἀγυρτικός

From LSJ
Revision as of 17:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγῠρτικός Medium diacritics: ἀγυρτικός Low diacritics: αγυρτικός Capitals: ΑΓΥΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: agyrtikós Transliteration B: agyrtikos Transliteration C: agyrtikos Beta Code: a)gurtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vagabond, μάντις Plu.Lyc.9; juggling, πίνακες Id.Comp.Aristid.Cat.3; τὸ ἀ. γένος Id.2.407c; τὸ ἀ. jugglery, Str. 10.3.23. Adv. -κῶς Hierocl.in CA26p.479M.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγυρτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, ἀλήτης, πλάνης, ἀγ. μάντις, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. ἀπάτη, Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de charlatan.
Étymologie: ἀγύρτης.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que hace vida como un ἀγύρτης, dedicado a la adivinación y mendicidad errante μάντις Plu.Lyc.9, τὸ ἀγυρτικόν γένος Plu.2.407c.
2 de cosas [[propio de un ἀγύρτης, de un charlatán]] πίνακες Plu.Comp.Arist.Cat.Ma.3
τὸ ἀ. charlatanismo Str.10.3.23
τὰ ἀγυρτικά falsedades, palabrería Hsch.
II adv. -ῶς de manera fraudulenta Hierocl.in CA 26.

Greek Monotonic

ἀγυρτικός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει στον ἀγύρτη, που αναφέρεται ή σχετίζεται με τον απατεώνα, σε Πλούτ.