ξιφουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A sword-cutler, Ar.Pax547.
German (Pape)
[Seite 280] Schwerter machend, Ar. Pax 539.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Ἀριστοφ. Εἰρ. 547.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant d’épées.
Étymologie: ξίφος, ἔργον.
Greek Monolingual
ξιφουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ξίφος, ο ξιφοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουργός (< έργον)].
Greek Monotonic
ξῐφουργός: (*ἔργω), κατασκευαστής ξιφών, σε Αριστοφ.