δρησμοσύνη
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ,
A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476. II = δρασμός, Max.351.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.
Greek (Liddell-Scott)
δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.
Greek Monolingual
δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.
Greek Monotonic
δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.