συναποφαίνομαι
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
German (Pape)
[Seite 1003] (s. φαίνω), mit od. zugleich seine Meinung sagen, συναποφηναμένου κἀμοῦ τι τοιοῦτον, Aesch. 2, 42; mit beistimmen, Pol. 4, 31, 5; Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποφαίνομαι.
Greek Monotonic
συναποφαίνομαι: μέλ. -φᾰνοῦμαι, Μέσ., αποφαίνομαι, γνωματεύω ομοίως ή από κοινού, συμφωνώ με όσα βεβαιώνει κάποιος, σε Ισοκρ. κ.λπ.