πλάξιππος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.
English (Slater)
πλάξιππος, -ον
1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.
Greek Monotonic
πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.