ἐπισκυθίζω
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
A pour out drink in Scythian fashion, i.e.with unmixed wine, Hdt.6.84, Chamael. ap. Ath.10.427c.
German (Pape)
[Seite 980] nach scythischer Sitte ungemischten Wein nach der Mahlzeit zu trinken geben, Her. 6, 84; vgl. Ath. X, 427 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκυθίζω: μέλλ. -ῐῶ, πίνω τὸν οἶνον κατὰ τὸν Σκυθικὸν τρόπον, δηλ. πίνω αὐτὸν ἄκρατον, ἀκρατοποτῶ, ζωρότερον πίνω, Ἡρόδ. 6. 84, πρβλ. Ἀθήν. 427Β κἑξ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 45.
French (Bailly abrégé)
boire comme un Scythe, càd copieusement.
Étymologie: ἐπί, σκυθίζω.
Greek Monolingual
ἐπισκυθίζω (Α) σκυθίζω
πίνω κρασί ανέρωτο, σαν να είμαι Σκύθης.
Greek Monotonic
ἐπισκῠθίζω: μέλ. -ιῶ, πίνω κρασί σύμφωνα με τον Σκυθικό τρόπο, δηλ. μη αναμεμειγμένο με νερό, σε Ηρόδ.