πτωχοποιός

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοποιός Medium diacritics: πτωχοποιός Low diacritics: πτωχοποιός Capitals: ΠΤΩΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ptōchopoiós Transliteration B: ptōchopoios Transliteration C: ptochopoios Beta Code: ptwxopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A drawing beggarly characters, of a poet, Ar.Ra.842.    2 making poor, δικαιοσύνη Plu.Comp.Arist.Cat.3.

German (Pape)

[Seite 813] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοποιός: -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, δικαιοσύνη Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 faiseur de mendiants (Euripide);
2 qui réduit à la mendicité.
Étymologie: πτωχός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.)
2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -ποιός].

Greek Monotonic

πτωχοποιός: -όν,
1. αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.
2. αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.