προκαταθέω

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταθέω Medium diacritics: προκαταθέω Low diacritics: προκαταθέω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΘΕΩ
Transliteration A: prokatathéō Transliteration B: prokatatheō Transliteration C: prokatatheo Beta Code: prokataqe/w

English (LSJ)

   A run down before, v.l. in X. An.6.3.10.

German (Pape)

[Seite 728] (s. θέω), vorher od. voran herablaufen, gegen Einen einen Streifzug machen, Xen. An. 6, 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταθέω: τρέχω πρὸς τὰ κάτω πρότερον, Ξεν Ἀνάβ. 6. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

courir en avant.
Étymologie: πρό, καταθέω.

Greek Monolingual

Α
τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»].

Greek Monotonic

προκαταθέω: τρέχω μπροστά από κάτι, σε Ξεν.