σίλι

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλι Medium diacritics: σίλι Low diacritics: σίλι Capitals: ΣΙΛΙ
Transliteration A: síli Transliteration B: sili Transliteration C: sili Beta Code: si/li

English (LSJ)

τό,= κροτών, Plin.HN15.25.    II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.

German (Pape)

[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σέσελι.

Greek Monotonic

σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.