σφηκιά
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
ἡ,
A wasps' nest, S.Fr.778, E.Cyc.475, Ar.V.224, LXX Ex.23.28; σφηκιαὶ ἐχθρῶν, opp. ἑσμὸς φίλων, Plu.2.96b.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
nid de guêpes, guêpier.
Étymologie: σφήξ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σφήξ, -ηκός]
η φωλιά τών σφηκών, η σφηκοφωλιά.
Greek Monotonic
σφηκιά: ἡ (σφήξ), σφηκοφωλιά, σε Ευρ., Αριστοφ.