ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
[Seite 982] dasselbe, ἐκ μετώπου ἱδρὼς πιδύων στῆθος ἐπισταλάει Leon. Tar. 47 (IX, 322).
-ῶ :c. ἐπισταλάζω.Étymologie: ἐπί, σταλάω.
ἐπισταλάω: πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.