ἐπιανδάνω
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A v. ἐφανδάνω. ἐπιανέω· ἐπιτρέπω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 927] für ἐφανδάνω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιανδάνω: ποητ. ἀντὶ ἐφανδάνω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐφανδάνω.
English (Autenrieth)
(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.
see ἐφανδάνω.
Greek Monolingual
ἐπιανδάνω (Α)
εφανδάνω, αρέσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανδάνω «δίνω ευχαρίστηση σε κάποιον»].
Greek Monotonic
ἐπιανδάνω: Επικ. αντί ἐφανδάνω.