χάλυβος

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλυβος Medium diacritics: χάλυβος Low diacritics: χάλυβος Capitals: ΧΑΛΥΒΟΣ
Transliteration A: chálybos Transliteration B: chalybos Transliteration C: chalyvos Beta Code: xa/lubos

English (LSJ)

v. sq. 11.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χάλυψ.

Greek Monolingual

-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.

Greek Monotonic

χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.