ἄστεπτος

From LSJ
Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστεπτος Medium diacritics: ἄστεπτος Low diacritics: άστεπτος Capitals: ΑΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ásteptos Transliteration B: asteptos Transliteration C: asteptos Beta Code: a)/steptos

English (LSJ)

ον, (στέφω)

   A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.

German (Pape)

[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.

Spanish (DGE)

-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.

Greek Monolingual

ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.

Greek Monotonic

ἄστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που δεν έχει στέμμα, σε Ευρ.