ἄστεπτος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, (στέφω)
A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
German (Pape)
[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.
Spanish (DGE)
-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
Greek Monolingual
ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.