βύβλινος

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλινος Medium diacritics: βύβλινος Low diacritics: βύβλινος Capitals: ΒΥΒΛΙΝΟΣ
Transliteration A: býblinos Transliteration B: byblinos Transliteration C: vyvlinos Beta Code: bu/blinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-) ; μας χάλα papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 467] von Byblus gemacht; Hom. einmal, Odyss. 21, 391 ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον, ᾧ ῥ' ἐπέδησε θύρας, ein Schiffstau; ἱστία, ὑποδήματα, Her. 2, 96. 37; vgl. βίβλινος.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλινος: -η, -ον, (βύβλος) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. βίβλινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des fibres ou des lamelles de papyrus.
Étymologie: βύβλος.

English (Autenrieth)

(βύβλος): made of papyrus; ὅπλον νεός, Od. 21.391†.

Greek Monolingual

βύβλινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)].

Greek Monotonic

βύβλινος: -η, -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.