βουλευμάτιον
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.
German (Pape)
[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.
Greek Monolingual
βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.
Greek Monotonic
βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.