βληχώδης
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ες,
A bleating, sheepish, Babr.93.5.
German (Pape)
[Seite 449] ες, blökend; übertr., schafig, dumm, Babr. 93, 5.
Greek (Liddell-Scott)
βληχώδης: -ες, (εἶδος) βελάζων, προβατώδης, εὐήθης, Βάβρ. 93. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un mouton, càd sot, bête.
Étymologie: βληχάομαι.
Spanish (DGE)
-ες
borreguil, estúpido μωρὴ δὲ ποίμνη καὶ τὰ πάντα β. Babr.93.5, cf. Const.App.8.40.3, Et.Gen.α 1205.
Greek Monotonic
βληχώδης: -ες (εἶδος), αυτός που βελάζει, προβατώδης, σε Βάβρ.