δικόρυμβος

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικόρυμβος Medium diacritics: δικόρυμβος Low diacritics: δικόρυμβος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: dikórymbos Transliteration B: dikorymbos Transliteration C: dikorymvos Beta Code: diko/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.

Spanish (DGE)

(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.

Greek Monolingual

δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].

Greek Monotonic

δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.