κουρεύτρια

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεύτρια Medium diacritics: κουρεύτρια Low diacritics: κουρεύτρια Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: koureútria Transliteration B: koureutria Transliteration C: koureytria Beta Code: koureu/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. c. κουρεύς.

Greek Monolingual

κουρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. κουρευτής.

Greek Monotonic

κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.