πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
Full diacritics: κουρεύτρια | Medium diacritics: κουρεύτρια | Low diacritics: κουρεύτρια | Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΡΙΑ |
Transliteration A: koureútria | Transliteration B: koureutria | Transliteration C: koureytria | Beta Code: koureu/tria |
ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.
ας (ἡ) :
fém. c. κουρεύς.
κουρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. κουρευτής.
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.