λήδανον
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
or λάδᾰνον [λᾱ], τό, (lh=don)
A = κίσθος, gum-ladanum, τὸ λήδανον, τὸ καλέουσι Ἀράβιοι λάδανον Hdt.3.112, cf. 107, Hp.Mul.2.189, Plu.2.397a, Ruf. ap. Gal.12.425, Heraclid.ib.436, Gal.12.28, al., Wilcken Chr.273i15 (ii/iii A.D.). (λη- Hdt. ll.cc., Hp.l.c. (cod. opt.), Plu.l.c., also (in verse) Ruf. l.c.; λα- Heraclid., Gal., Wilcken Chr.ll.cc., v.l. in Hp.l.c.).
Greek (Liddell-Scott)
λήδᾰνον: ἢ λάδανον, τό, τὸ κόμμι τοῦ θάμνου λήδου, εἶδος ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ladanum, gomme aromatique de l’Orient.
Étymologie: cf. λάδανον, DELG λῆδον.
Greek Monotonic
λήδᾰνον: Ιων. αντί λάδανον[λᾶ].