μικραίτιος

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικραίτιος Medium diacritics: μικραίτιος Low diacritics: μικραίτιος Capitals: ΜΙΚΡΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: mikraítios Transliteration B: mikraitios Transliteration C: mikraitios Beta Code: mikrai/tios

English (LSJ)

ον,

   A complaining of trifles, easily provoked, Demetr.Lac.Herc.1055.24, Luc.Fug.19, Charito 6.6; amor μ. semper Plin.Ep.2.2.1.

German (Pape)

[Seite 183] um kleiner Dinge willen anklagend, Vorwürfe machend, Luc. Fugit. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκραίτιος: -ον, ὁ παραπονούμενος περὶ μικρῶν καὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, Λουκ. Δραπέτ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se plaint pour peu de chose, pointilleux.
Étymologie: μικρός, αἰτία.

Greek Monolingual

μικραίτιος, -ον (Α)
αυτός που παραπονείται για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + αἴτιος.

Greek Monotonic

μῑκραίτιος: -ον, αυτός που παραπονιέται για ασήμαντα πράγματα, σε Λουκ.