παντόφυρτος

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντόφυρτος Medium diacritics: παντόφυρτος Low diacritics: παντόφυρτος Capitals: ΠΑΝΤΟΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: pantóphyrtos Transliteration B: pantophyrtos Transliteration C: pantofyrtos Beta Code: panto/furtos

English (LSJ)

ον,

   A mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.

German (Pape)

[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.

Greek (Liddell-Scott)

παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de toutes sortes de choses, confus.
Étymologie: πᾶν, φύρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμό-φυρτος].

Greek Monotonic

παντόφυρτος: -ον (φύρω), ολότελα αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ.