παρακαταλείπω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταλείπω Medium diacritics: παρακαταλείπω Low diacritics: παρακαταλείπω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: parakataleípō Transliteration B: parakataleipō Transliteration C: parakataleipo Beta Code: parakatalei/pw

English (LSJ)

   A leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.

German (Pape)

[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.

French (Bailly abrégé)

laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.

Greek Monolingual

Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῑς ὀλίγους», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.