παρηόριος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it
A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
παρηόριος: -α, -ον, ἴδε τὸ ἐπόμ.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α παρήορος
ο παρήορος.
Greek Monotonic
παρηόριος: -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ.