περιδείδω

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

German (Pape)

[Seite 572] (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.

Greek (Liddell-Scott)

περιδείδω: μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι περί τινος, μετὰ γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· μετὰ δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, Ἀθήνη πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., μεγάλως φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.

French (Bailly abrégé)

f. περιδείσομαι, ao. περιέδεισα, pf. περιδείδια, au sens du prés.
craindre beaucoup, acc. ; τινος ou τινι pour qqn ou qch ; μή IL craindre que… ou de ne ; τινι μή IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.
Étymologie: περί, δείδω.

English (Autenrieth)

aor. περίδϝεισα, part. περιδϝείσᾶς, perf. περιδείδια: fear for, be afraid for; τινός, also τινί, and w. μή, Il. 17.240, 2, Il. 15.123.

Greek Monolingual

Α
1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι
2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δείδω «φοβάμαι»].

Greek Monotonic

περιδείδω: μέλ. -δείσομαι, αόρ. αʹ περιέδεισα, Επικ. γʹ πληθ. περίδδεισαν, μτχ. περιδδείσας, παρακ. περιδέδοικα, Επικ. περιδείδια· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν περιδείδια, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, Αἴαντι περιδδείσαντες, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, στο ίδ.