πλανητός

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνητός Medium diacritics: πλανητός Low diacritics: πλανητός Capitals: ΠΛΑΝΗΤΟΣ
Transliteration A: planētós Transliteration B: planētos Transliteration C: planitos Beta Code: planhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wandering, π. κατὰ πόλεις Pl.Ti.19e ; ἄστρα π. Id.Lg.821b, cf. Ti.38c (vv.ll. πλανῆται, πλάνητες), Arist.Mu.392a13.    II metaph., shifting, Pl.R.479d ; irregular, πάθη Plu.2.550e.

German (Pape)

[Seite 624] umherirrend, Plat. Tim. p. 19 c; – übertr., irrend, dem Irrthum unterworfen, πάθη, Plut. S. N. V. 5.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνητός: -ή, -όν, (πλανάω) περιπλανώμενος, Πλάτ. Πολ. 479D· πλ. κατὰ πόλεις ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 19Ε· ἄστρα πλανητὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 821Β, πρβλ. Τίμ. 58C. ΙΙ. μεταφορ., πλανώμενος, σφαλλόμενος, Πλούτ. 2. 550D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 errant;
2 sujet à erreur.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πλανώμαι
1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.)
2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλει
β) αυτός που αλλάζει κάτι
γ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.).

Greek Monotonic

πλᾰνητός: -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.