ποττῶ
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
German (Pape)
[Seite 690] ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, richtiger getrennt geschrieben, πὸτ τῶ u. s. w., dorisch statt πρὸς τοῦ, τῷ, τόν, τούς, τήν, s. oben πότ.
Greek (Liddell-Scott)
ποττῶ: ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.
French (Bailly abrégé)
v. ποτί.
Greek Monotonic
ποττῶ: ποτ-τῷ, ποτ-τόν, ποτ-τώς, ποτ-τάν, Δωρ. αντί πρὸς τῶ, πρὸς τῷ κ.λπ.