προσφωνήεις
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν,
A addressing, capable of addressing, Od.9.456.
German (Pape)
[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.
Greek (Liddell-Scott)
προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].
Greek Monotonic
προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.