συναποστέλλω
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
A dispatch together with, τινι Th.6.88; Στράτωνι νεανίσκον PCair.Zen.18.5 (iii B.C.); τινὰ μετ' ἐμοῦ ib.439.3 (iii B.C.); join in dispatching, Is.6.27, X.HG5.2.37, etc.
German (Pape)
[Seite 1003] mit od. zugleich ab-, fort- oder ausschicken; Thuc. 6, 88; Is. 6, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναποστέλλω: ἀποστέλλω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Θουκ. 6. 88, Ἰσαῖ. 59. 9, Ξεν., κλπ.
French (Bailly abrégé)
envoyer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποστέλλω.
English (Strong)
from σύν and ἀποστέλλω; to despatch (on an errand) in company with: send with.
English (Thayer)
1st aorist συναπέστειλα; to send with: τινα, Sept.; Thucydides, Xenophon, Demosthenes, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΜΑ
αποστέλλω κάποιον μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
ΜΑ
αποστέλλω κάποιον μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συναποστέλλω: μέλ. -στελῶ, αποστέλλω από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.