χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.
ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.
ion. c. ῥᾴδιος.
ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.
ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.