ῥῄδιος

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

German (Pape)

[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.

Greek Monotonic

ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.