κακκανῆν
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
Lacon. inf., perh.
A stir up, incite, νέων ψυχάς dub. in Leonidas ap.Plu.Cleom.2, cf. 2.235f (κακάνειν codd.), 959b (κακύνειν codd.).
French (Bailly abrégé)
v. κατακαίνω.
Greek Monolingual
κακκανῆν (Α)
(δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση του τ σε κ) < κατ-ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. του ρ. κατ-ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη.
Russian (Dvoretsky)
κακκανῆν: (= κατακανεῖν) дор. Plut. inf. к κατακαίνω.