πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
ἔρεξα: ἀόρ. α΄ τοῦ ῥέζω.
ao. poét. de ῥέζω.
see ῥέζω.
ἔρεξα: αόρ. αʹ του ῥέζω.
ἔρεξα: aor. 1 к ῥέζω.